- ἀχείμαντος
- ἀ-χείμαντος, ἀχείματος, ἀ-χείμερος, ἀ-χείμων, nicht durch Stürme bewegt, Μέμφις
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀχείμαντος — not stormy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείμαντον — ἀχείμαντος not stormy masc/fem acc sg ἀχείμαντος not stormy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειμάντους — ἀχείμαντος not stormy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείμαντοι — ἀχείμαντος not stormy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… … Dictionary of Greek
αχείμαστος — αχείμαστος, η, ο και αχείμαντος, η, ο αυτός που δεν ταράζεται από τρικυμίες, γαλήνιος, ήρεμος: Είχε, ως τώρα, περάσει μια ζωή αχείμαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)